- απορφανίζω
- απορφανίζω, απορφάνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απορφανίζω — (AM ἀπορφανίζω) ( ομαι) γίνομαι ορφανός νεοελλ. ενεργ. καθιστώ κάποιον ορφανό αρχ. ( ομαι) αποσπώμαι από κάτι, στερούμαι … Dictionary of Greek
απορφανίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάποιον ορφανό, τον στερώ από τους γονείς του, τον προστάτη του, τον αρχηγό του: Ύστερα από το θάνατο του αρχηγού του το κόμμα αυτό έχει απορφανιστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορφανισθέντα — ἀπορφανίζομαι aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπορφανίζομαι aor part pass masc acc sg ἀπορφανίζω bereave aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπορφανίζω bereave aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορφανισάντων — ἀπορφανίζομαι aor part act masc/neut gen pl ἀπορφανίζομαι aor imperat act 3rd pl ἀπορφανίζω bereave aor part act masc/neut gen pl ἀπορφανίζω bereave aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορφανίσθησαν — ἀπορφανίζομαι aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) ἀ̱πορφανίσθησαν , ἀπορφανίζω bereave aor ind pass 3rd pl (doric aeolic) ἀπορφανίζω bereave aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορφανιζόμενοι — ἀπορφανίζομαι pres part mp masc nom/voc pl ἀπορφανίζω bereave pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορφανισθεῖσα — ἀπορφανίζομαι aor part pass fem nom/voc sg ἀπορφανίζω bereave aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορφανισθεῖσαν — ἀπορφανίζομαι aor part pass fem acc sg ἀπορφανίζω bereave aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορφανισθείς — ἀπορφανίζομαι aor part pass masc nom/voc sg ἀπορφανίζω bereave aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορφανισθῇ — ἀπορφανίζομαι aor subj pass 3rd sg ἀπορφανίζω bereave aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)